ἁνύσας

ἁνύσας
ἁνύσᾱς , ἀνύω
effect
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνύσας — ἀνύσᾱς , ἀνύω effect aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταπαύω — Μ σταματώ και εγώ συγχρόνως («τὴν μνηστήροφονίαν ἀνύσας ὁ ποιητής συγκαταπαύει καὶ τὸ βιβλίον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταπαύω «παύω κάτι εντελώς, σταματώ»] …   Dictionary of Greek

  • τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • χαλκισμός — ὁ, Α [χαλκίζω] είδος παιχνιδιού, η χαλκίνδα* («ἦν ὁ χαλκισμὸς ὀρθοῡ νομίσματος στροφὴ καὶ σύντονος περιδίνησις, μεθ ἧν ἔδει τὸν παίζοντα ἐπέχειν ὀρθῷ τῷ δακτύλῳ τὸ νόμισμα εἰς ὅσον τάχος πρὶν ἢ καταπέσειν καὶ ὁ τοῡτο ἀνύσας ἐκράτει τὸν χαλκισμὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”